- οἰκτροτάτα
- οἰκτροτάτᾱ , οἰκτρόςpitiablefem nom/voc/acc superl dualοἰκτροτάτᾱ , οἰκτρόςpitiablefem nom/voc superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάτας — οἰκτροτάτᾱς , οἰκτρός pitiable fem acc superl pl οἰκτροτάτᾱς , οἰκτρός pitiable fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρόταθ' — οἰκτρότατα , οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρότατα , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl οἰκτρότατε , οἰκτρός pitiable masc voc superl sg οἰκτρόταται , οἰκτρός pitiable fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατ' — οἰκτρότατα , οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρότατα , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl οἰκτρότατε , οἰκτρός pitiable masc voc superl sg οἰκτρόταται , οἰκτρός pitiable fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάται — οἰκτροτάτᾱͅ , οἰκτρός pitiable fem dat superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάταν — οἰκτροτάτᾱν , οἰκτρός pitiable fem acc superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek